ἐμπορευομένου

ἐμπορευομένου
ἐμπορεύομαι
travel
pres part mp masc/neut gen sg
ἐμπορεύομαι
travel
pres part mp masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νούτσος, Αλέξιος — (1769 – 1822).Φιλικός από την Ήπειρο. Γιος πλούσιου εμπορευόμενου από το Ζαγόρι, γνωρίστηκε με τον Αλή πασά πριν γίνει βαλής των Ιωαννίνων. Μετά την άνοδο του Αλή στην εξουσία διορίστηκε προεστός στο Ζαγόρι (1797 21), που χάρη σε αυτόν γνώρισε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”